χρυσώνομαι

χρυσώνομαι
χρυσώνομαι, χρυσώθηκα, χρυσωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκχρυσώ — ἐκχρυσῶ ( όω) (Μ) 1. μεταβάλλω σε χρυσάφι 2. παθ. ἐκχρυσοῡμαι χρυσώνομαι, μεταβάλλομαι σε χρυσάφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”